φαντασμα

φαντασμα
    φάντασμα
    -ατος τό
    1) видение, призрак Eur.
    

ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. — сонные грезы

    2) сновидение Theocr.
    3) отражение
    

(ἐν τοῖς ὕδασι Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.)

    4) воображение, представление Plat.
    

αἱ φαντασίαι γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Arst. — образы фантазии в большинстве (своем) обманчивы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαντασμα" в других словарях:

  • φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»